- διεκφυγή
- η1. το να διεκφεύγει κάποιος ή κάτι2. λαθραία διαφυγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < διεκφεύγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεκφύγῃ — διεκφεύγω aor subj mp 2nd sg διεκφεύγω aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)